ασκότωτος

ασκότωτος
(I)
ἀσκότωτος, -ον (Μ)
ο λαμπρός, ο φωτεινός («ἡμέραν ἐλευθέραν, ἀσκότωτον, ἀθόλωτον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκοτώ (-όω) «συσκοτίζω» < σκότος].
————————
(II)
ἀσκότωτος, -η, -ο [σκοτώνω]
αυτός που δεν έχει σκοτωθεί, που παραμένει ζωντανός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”